Μέσα στους δύο κλασικούς αιώνες η δραματική ποίηση αναπτύχτηκε, μεσουράνησε και έγειρε να δύσει. Τα κεφάλαια που ακολουθούν εκθέτουν σε γενικές γραμμές ολόκληρη την εξέλιξή της· όμως κυρίαρχη θέση κατέχουν, όπως είναι φυσικό, τα δεδομένα της εποχής της ακμής, όπως κυρίαρχη θέση κατέχει και η Αθήνα, που την εποχή αυτή σχεδόν μονοπωλούσε την πνευματική κίνηση.
Αρχικά αξίζει να εξηγήσουμε πω η δραματική ποίηση ή και Αρχαίο ελληνικό Δράμα είναι είδος της αρχαίας ελληνικής ποίησης το οποίο συνθέτει στοιχεία από τα άλλα δύο είδη ποίησης που προηγούνται χρονικά, το έπος και τη λυρική ποίηση.
Ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα δράω-ω, επομένως σημαίνει το είδος της ποίησης που συνοδεύεται από αναπαράσταση των πράξεων που περιγράφει (σε αντιδιαστολή με το έπος=λογοτεχνικό αφηγηματικό είδος του έμμετρου λόγου, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ο μεγάλος αριθμός στίχων με θεματολογία μυθολογική ή ιστορική, ηρωική ή διδακτική, πλούσια σε ιδεολογικά και πολιτιστικά στοιχεία και τη λυρική ποίηση=λογοτεχνικό είδος, το οποίο αναπτύχθηκε στην Αρχαία Ελλάδα, είναι ποίηση με τη συνοδεία λύρας η οποία, μέσα από τα μονοπάτια της τέρψης, εκφράζει τα προβλήματα του ανθρώπου).
- Η κωμωδία = Το όνομά της προέρχεται από τον κῶμο, παλιά λέξη για το φαγοπότι, αλλά και για την παρέα των γλεντοκόπων, τους κωμαστάς, που μετά την οινοποσία τριγύριζαν κωμάζοντες, τραγουδώντας και ξεσηκώνοντας τον κόσμο, για να τιμήσουν τον Διόνυσο ή κάποιον άλλο θεό. Το 486 π.Χ. η κωμωδία εντάχθηκε στα Μεγάλα Διονύσια και το 455 π.Χ. στα Λήναια. Σκοπός της ήταν μέσω της σάτιρας να διακωμωδήσει αρνητικά στοιχεία της κοινότητας.
- Τέλος, η κωμωδία χωρίζεται σε τρείς περιόδους:
- (α) Την Αρχαία ή Παλαιά Κωμωδία, από το 487 π.Χ. ως το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (404 π.Χ.)
- (β) Τη Μέση Κωμωδία, από το 404 π.Χ. ως το θάνατο του Μεγαλέξανδρου (323 π.Χ.)
- (γ) Τη Νέα Κωμωδία, από το 323 π.Χ. ως τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα.
- Εκπρόσωπος: Αριστοφάνης
- Η τραγωδία = Σύμφωνα με μαρτυρία του Hρόδοτου, ο Aρίων πρώτος συνέθεσε διθύραμβο, του έδωσε λυρική μορφή και αφηγηματικό περιεχόμενο και τον παρουσίασε στην αυλή του φιλότεχνου τυράννου Περίανδρου, στην Kόρινθο. O Aρίων παρουσίασε τους χορευτές μεταμφιεσμένους σε Σατύρους, δηλαδή με χαρακτηριστικά τράγων, γι' αυτό και ονομάστηκε «ευρετής του τραγικού τρόπου». Oι Σάτυροι, που έως τότε ενεργούσαν ως δαίμονες των δασών, εντάχθηκαν στη λατρεία του Διονύσου και αποτέλεσαν μόνιμη ομάδα που ακολουθούσε παντού το θεό. Oι τραγόμορφοι αυτοί τραγουδιστές ονομάζονταν τραγῳδοί (< τράγων ᾠδή, δηλαδή άσμα Xορού που είναι μεταμφιεσμένος σε Σατύρους).
- Tο μεγάλο βήμα για τη μετάβαση από το διθύραμβο στην τραγωδία έγινε στις αμπελόφυτες περιοχές της Aττικής, όταν, στα μέσα του 6ουαι. π.X., ο ποιητής Θέσπης από την Iκαρία, στάθηκε απέναντι από το Xορό και συνδιαλέχθηκε με στίχους, δηλαδή αντί να τραγουδήσει μια ιστορία άρχισε να την αφηγείται. Στη θέση του ἐξάρχοντος ο Θέσπης εισήγαγε άλλο πρόσωπο, εκτός Xορού, τον υποκριτή (ὑποκρίνομαι = ἀποκρίνομαι) ηθοποιό, ο οποίος έκανε διάλογο με το Xορό, συνδυάζοντας το επικό στοιχείο (λόγος) με το αντίστοιχο λυρικό (μουσική)· συνέπεια αυτής της καινοτομίας ήταν η γέννηση της τραγωδίας στην Aττική.
- Η πρώτη επίσημη «διδασκαλία» (παράσταση) τραγωδίας έγινε από το Θέσπη το 534 π.Χ., στα Μεγάλα Διονύσια. Ήταν η εποχή που την Αθήνα κυβερνούσε ο τύραννος Πεισίστρατος, ο οποίος ασκώντας φιλολαϊκή πολιτική ενίσχυσε τη λατρεία του θεού Διονύσου, καθιέρωσε τα «Μεγάλα ἤ ἐν ἄστει Διονύσια» και η τραγωδία εντάχθηκε στο επίσημο πλαίσιο της διονυσιακής γιορτής.
- Το περιεχόμενο της τραγωδίας χωρίζεται σε δύο μέρη:
- Τα κατά ποιόν μέρη της τραγωδίας που είναι ο μύθος, το ήθος, η διάνοια, η λέξις, το μέλος και η όψις.
- Τα κατά ποσόν μέρη της τραγωδίας που είναι ο πρόλογος, επεισόδιο, έξοδος. Το χορικό διακρίνεται σε πάροδο και στάσιμο. Αυτή η ταξινόμηση είναι κοινή σε όλες τις τραγωδίες, όμως σε ορισμένες απαντώνται ως ιδιαίτερα μέρη τα τραγούδια από σκηνής και οι κομμοί.
- Τέλος, ο Aριστοτέλης, στο έργο του Περὶ Ποιητικῆς (VI, 1449 β), δίνει τον εξής ορισμό για την τραγωδία:
- «Ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
- H τραγωδία, δηλαδή, είναι μίμηση πράξης εξαιρετικής και τέλειας (με αρχή, μέση και τέλος), η οποία είναι ευσύνοπτη, με λόγο που τέρπει, διαφορετική για τα δύο μέρη της (διαλογικό και χορικό), με πρόσωπα που δρουν και δεν απαγγέλλουν απλώς, και η οποία με τη συμπάθεια του θεατή (προς τον πάσχοντα ήρωα) και το φόβο (μήπως βρεθεί σε παρόμοια θέση) επιφέρει στο τέλος τη λύτρωση από παρόμοια πάθη (κάθαρση, < καθαίρω).
Εκπρόσωποι: Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριππίδης.
- Το σατυρικό δράμα = Tο σατυρικό δράμα ονομάστηκε έτσι από τους χορευτές που ήταν ντυμένοι Σάτυροι και συνοδεύονταν από τον πατέρα τους το Σ(ε)ιληνό, ως τυπικό εκπρόσωπο της σατυρικής ομάδας. H παρουσία των Σατύρων καθόριζε όχι μόνο την ατμόσφαιρα αλλά και το μύθο του έργου. Eισηγητής του στην Aθήνα θεωρείται ο Πρατίνας ο Φλ(ε)ιάσιος. Συνεχιστές του ο γιος του Aριστίας, ο Aχαιός (484-401 π.X.) και ο Aισχύλος. Στο μεγαλύτερο μέρος του 5ου αι. π.X., οι τρεις τραγωδίες μιας τριλογίας συμπληρώνονταν από ένα σατυρικό δράμα, γραμμένο από τον ίδιο τον ποιητή, με μόνη γνωστή εξαίρεση την Άλκηστη του Eυριπίδη (438 π.X.), η οποία παρουσιάστηκε στη θέση ενός σατυρικού δράματος.
Tο σατυρικό δράμα, με το αστείο περιεχόμενό του, λειτουργούσε ως μέσο ανακούφισης των θεατών από την ένταση και την αγωνία της τραγικής τριλογίας, αφού το όλο θέαμα τελείωνε με κάτι εύθυμο και ευχάριστο, που προκαλούσε το γέλιο και είχε εξ ορισμού αίσιο τέλος.
Από τα κύρια χαρακτηριστικά της δημοκρατίας είναι η δυνατότητα που έχει καθένας να εκφράσει τη γνώμη του και ο συνακόλουθος διάλογος ανάμεσα στις διάφορες απόψεις. Αντίστοιχα, στο θέατρο κυριαρχούν η πολυφωνία και ο διάλογος: ο διάλογος των υποκριτών μεταξύ τους, αλλά και ο διάλογος των υποκριτών με τον Χορό. Καθώς μάλιστα τα πρόσωπα που υποδύονται οι υποκριτές είναι στην πλειονότητά τους επώνυμοι αξιωματούχοι, ενώ ο Χορός απαρτίζεται από ανώνυμο πλήθος, ο διάλογος του Χορού με τους υποκριτές αποκτά πρόσθετη κοινωνική σημασία.
Οι υποκριτές συνομιλούν με απαγγελτικούς, ιαμβικούς συνήθως, στίχους που προσεγγίζουν τους τρόπους της καθημερινής ομιλίας· ο Χορός εκφράζεται με τραγούδια, με χορευτικές κινήσεις και επιφωνήματα. Η διαφορά έχει σημασία, καθώς σε όλες τις εποχές οι επώνυμοι διατυπώνουν τη γνώμη τους με συγκροτημένο λόγο (ομιλίες, διαγγέλματα, δημόσιες συζητήσεις κ.τ.ό.), ενώ το πλήθος εκφράζεται με πορείες, συνθήματα, ρυθμικές κινήσεις και τραγούδια. Έτσι, στο αρχαίο δράμα, όπως και στο δημοκρατικό πολίτευμα, τόσο οι προσωπικές απόψεις των λίγων και ξεχωριστών, όσο και η κοινή γνώμη των πολλών, μπορούσαν να εκφραστούν ελεύθερα και με τον τρόπο τους.
Οι δραματικοί αγώνες αποτελούσαν κοινωνικό θεσμό. Οργανώνονταν από την πολιτεία· όμως η πραγματοποίησή τους βασιζόταν στη συμμετοχή των πολιτών, που χρηματοδοτούσαν τις παραστάσεις, επάνδρωναν τους Χορούς, αποτελούσαν το ακροατήριο, αποφάσιζαν για την απονομή των βραβείων, και μετά το τέλος των εκδηλώσεων έκριναν στην εκκλησία του δήμου την οργανωτική επιτυχία ή αποτυχία των αγώνων.
Θεατρικές παραστάσεις γίνονταν μόνο στις γιορτές του Διονύσου, δύο φορές τον χρόνο, στα Μεγάλα Διονύσια (Μάρτη/Απρίλη) και στα Λήναια (Γενάρη/Φλεβάρη). Τα Μεγάλα Διονύσια άρχιζαν όταν οι ιερείς μεταφέραν το ξόανο του θεού στο θέατρο και το εγκαθιστούσαν στην πρώτη σειρά, για να μετέχει στις εκδηλώσεις. Ακολουθούσαν οι διθυραμβικοί αγώνες, όπου έπαιρναν μέρος και οι δέκα φυλές, οι πέντε με αντρικό και οι άλλες πέντε με παιδικό Χορό. Το πρόγραμμα ολοκληρωνόταν με τους δραματικούς αγώνες: τρεις μέρες για τις τραγωδίες, μία για κάθε ποιητή, που έπρεπε να παρουσιάσει ολόκληρη τετραλογία (τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα), και μία μόνο μέρα για τις κωμωδίες, όπου σε αυτήν πέντε ποιητές, ένας μετά τον άλλον, παρουσίαζαν από μία κωμωδία ο καθένας. Στα Λήναια το πρόγραμμα ήταν πιο περιορισμένο, όπως πιο περιορισμένο ήταν και στα Μεγάλα Διονύσια όταν η πολιτεία αντιμετώπιζε δυσκολίες.
Υπεύθυνος για την οργάνωση των αγώνων ήταν από τη μεριά της πολιτείας ο επώνυμος άρχοντας κάθε χρονιάς. Αυτός με τους βοηθούς του όριζαν τους χορηγούς, πλούσιους Αθηναίους που θα αναλάβαιναν καθένας τα έξοδα μιας παράστασης, τους ποιητές που θα παρουσίαζαν τα έργα τους, και τους υποκριτές που θα κρατούσαν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ο χορηγός ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει, να συντηρήσει και να αποζημιώσει τα μέλη του Χορού όσο κρατούσαν οι δοκιμές, και ακόμα να φροντίσει για τους μουσικούς και για όσα ακόμα πρόσωπα και υλικά (ρούχα, προσωπεία, όπλα κλπ.) ήταν απαραίτητα στην παράσταση. Τα έξοδά του ήταν μεγάλα, αλλά μεγάλη ήταν και η ηθική του ανταμοιβή σε περίπτωση διάκρισης, οπότε ο χορηγός βραβευόταν μαζί με τον ποιητή και είχε δικαίωμα να στήσει μνημείο θυμητικό της νίκης του.
Οι χορευτές ήταν ερασιτέχνες, νέοι καλλίφωνοι και καλογυμνασμένοι που το θεωρούσαν τιμή και πολιτική τους υποχρέωση να πάρουν μέρος στις παραστάσεις. Το έργο τους εύκολο δεν ήταν, ιδιαίτερα στους τραγικούς Χορούς, όπου τα ίδια πρόσωπα έπαιρναν μέρος και στα τέσσερα δράματα της ημέρας, αλλάζοντας σκευή και παριστάνοντας διαδοχικά (π.χ. στην Ορέστεια του Αισχύλου) γέροντες Μυκηναίους, θεραπαινίδες του παλατιού, Ευμενίδες και Σατύρους.
Ερασιτέχνες ήταν αρχικά και οι υποκριτές· με τα χρόνια όμως, όταν οι απαιτήσεις μεγάλωσαν και καθιερώθηκε ειδικό βραβείο για τους πρωταγωνιστές, οι προικισμένοι, λαμπρόφωνοι και εκφραστικοί ηθοποιοί έγιναν περιζήτητοι επαγγελματίες, και πια τον 4ο π.Χ. αιώνα οι περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται οργανώθηκαν σε συντεχνίες, που φρόντιζαν να επανδρώνουν τις δραματικές παραστάσεις σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Και των υποκριτών το έργο δεν ήταν εύκολο, καθώς έπρεπε σε κάθε παράσταση να ενσαρκώνουν, αλλάζοντας σκευή, πολλά και διαφορετικά πρόσωπα, αντρικά και γυναικεία.
Το κοινό των παραστάσεων δεν το αποτελούσαν μόνο αστοί κάτοικοι της Αθήνας αλλά και αγρότες από τις πιο μακρινές κώμες της Αττικής, όχι μόνο Αθηναίοι πολίτες αλλά και ξένοι επισκέπτες και μέτοικοι, όχι μόνο άντρες αλλά και γυναίκες, όχι μόνο πλούσιοι, κοσμικοί και φιλότεχνοι αλλά και κάθε απλός άνθρωπος - όλοι το θεωρούσαν δικαίωμα και ευχαρίστησή τους να βρεθούν στο θέατρο από το ξημέρωμα, να παρακολουθήσουν ώρες ολόκληρες τις παραστάσεις, να εκδηλώσουν με επιδοκιμασίες και αποδοκιμασίες την κρίση τους.
Γρήγορα ο θεατρικός χώρος αποδείχτηκε μικρός, και το πρόβλημα όχι μόνο δε λύθηκε όταν καθιερώθηκε εισιτήριο (σύμβολον), αλλά έγινε πιο πολύπλοκο, καθώς οι εύποροι Αθηναίοι αγόραζαν πολλά καθένας εισιτήρια, να τα μοιράσουν στους ανθρώπους τους. Για να αποφύγει παρόμοια φαινόμενα, ο Περικλής καθιέρωσε τα θεωρικά, επίδομα που έδινε στους άπορους τη δυνατότητα να αγοράσουν μόνοι τους εισιτήρια.
Οι κριτές που απονέμαν τα βραβεία δεν ήταν ειδικοί τεχνοκρίτες αλλά απλοί πολίτες, εκπρόσωποι της κοινής γνώμης. Καθεμιά από τις δέκα φυλές της Αττικής πρότεινε δέκα, και από τους εκατό συνολικά υποψήφιους κληρώνονταν την πρώτη μέρα των αγώνων δέκα που με την ψήφο τους ανάδειχναν τους νικητές.
Ο ποιητής, τραγωδοδιδάσκαλος, δεν ήταν μόνο συγγραφέας και σκηνοθέτης της παράστασης: δική του ήταν και η μουσική και η χορογραφία, ο ίδιος κρατούσε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο - στις αρχές, γιατί πάλι με τα χρόνια οι απαιτήσεις μεγάλωναν, οι ανάγκες πολλαπλασιάζονταν, και οι ποιητές χρειάστηκε να ζητούν βοήθεια από ειδικούς μουσικούς, χοροδιδασκάλους κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε πείτε μας τη γνώμη σας.