Το υλικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την οργάνωση σχολικών γιορτών της 25ης Μάρτη, για την καλύτερη οργάνωση της διδασκαλίας που αφορά τα συγκεκριμένα γεγονότα αλλά και για την καλύτερη ενημέρωση και προβληματισμό των μαθητών.
H ποικιλότροπη αξιοποίηση ή διασκευή των υλικών που δημοσιεύονται εδώ είναι ελεύθερη από όλες και όλους τους εκπαιδευτικούς.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Το αφιέρωμα εμπλουτίζεται, διορθώνεται και ανανεώνεται διαρκώς: είτε για να επικαιροποιήσουμε το υλικό μας, είτε για να διορθώσουμε δυσλειτουργίες που παρουσιάζονται στα διάφορα links που παραθέτουμε.
ΘΕΑΤΡΙΚΑ, ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΟΡΤΗΣ
1. “Ξύπνα Ραγιά” (βελτιωμένη διασκευή με προσθήκες από ποίηση Σολωμού και σκηνές από το Μεγάλο μας Τσίρκο) του Δημήτρη Μαριόλη
2. “H Γυναίκα της Zάκυθος” (Διονύσιος Σολωμός)
3. “Αναβάφτιση” (Κείμενο για γιορτή)
4. Ποιήματα
5. “Το σκετς“, θεατρικό του Θοδωρή Παπαϊωάννου, από το 6ο Δ. Σχ. Έδεσσας
7. «Ο τελευταίος άνεμος» του Κάββουρα Τάκη, Μαθηματικός, 6ο ΓΕΛ Πατρών
Επίσης δείτε ΕΔΩ
Βιβλία
Είτε για εκπαιδευτικές-ερευνητικές ανάγκες, είτε απλώς από ιστορικό ενδιαφέρον η σελίδα του Ερανιστή διαθέτει σε ψηφιακή μορφή τους παρακάτω 25 τίτλους. Διαβάστε τα βιβλία με ένα απλό κλικ:
ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ: Δράσεις ψηφιακές και εφαρμογές για το 1821
Ψηφιακές εφαρμογές
Ταινίες
Κλέφτικα δημοτικά τραγούδια για την ηρωική επανάσταση του 1821.
Τα κλέφτικα, δημοτικά τραγούδια αποθανατίζουν
περιστατικά και στιγμιότυπα του αγώνα και της ζωής των κλεφτών και των αρματολών κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821.
Όλες οι παπαρούνες
Όλες οι παπαρούνες, μωρέ παπαρούνα μου
Όλες οι παπαρούνες με γέλια, με χαρές.
Κι η δόλια η Παναγιώτα, μωρέ Παναγιώτα μου
Κι η δόλια η Παναγιώτα με δυο λαβωματιές.
Το λάβωμά της είναι, μωρέ παπαρούνα μου
το λάβωμά της είναι που δεν παντρεύεται.
Σαν τ' άλλα τα κορίτσια, μωρέ Παναγιώτα μου
Σαν όλα τα κορίτσια δεν προξενεύεται.
Τέσσερα πορτοκάλια, μωρέ παπαρούνα μου
Τέσσερα πορτοκάλια, τα δυο σαπίσανε.
Ήρθα για να σε πάρω, μωρέ Παναγιώτα μου
Ήρθα για να σε πάρω και δε μ' αφήσανε!
Για πάρ' τα πρόβατά σου, μωρέ παπαρούνα μου
Για πάρ' τα πρόβατά σου και έβγα στο βουνό
Και κάνε το σταυρό σου, μωρέ Παναγιώτα μου
Και κάνε το σταυρό σου να σε στεφανωθώ.
Ο Διάκος
Πηδάει η φωτιά κι οι σούβλες έτοιμες κι αυτός ολόρθος στέκει.
Πεθαίνει αρνούμενος το θάνατο και λευτεριά φωνάζει.
Ελευθεριά για σένα χάνομαι, μα θα ‘ρθούν πίσω μου άλλοι.
Στρατοί οι γιοί μου και τα εγγόνια μου και θα σε λευτερώσουν.
Μην κλαις κυρά κι εγώ θ' αναστηθώ και θα σ᾿ αρπάξω πάλε.
Θα σπώ τις αλυσίδες της σκλαβιάς θα καταλυώ τα κάστρα.
Λίγοι είμαστε κι αλίμονο στη γης αν ξοφληθεί η γενιά μας.
Στρατοί οι γιοί μου και τα εγγόνια μου και θα σε λευτερώσουν.
κάθε στίχος εις διπλούν
Ο χορός του θανάτου (κλέφτικο δημοτικό τραγούδι)
"Έχε γεια καημένε κόσμε,
έχε γεια γλυκιά ζωή
και συ δύστυχη πατρίδα,
έχε γεια παντοτινή.
Στη στεριά δε ζει το ψάρι,
ουδ' ανθός στην αμμουδιά
και οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε
δίχως την ελευθεριά".
το Πραστιώτικο σπαθί και ηρωισμός των Τσακώνων
(κλέφτικο ηρωικό τραγούδι)
"Εσείς χελιδονάκια μου, που πάτε στον αέρα
δώστε μαντάτα στο βοριά σ' όλα τα βιλαέτια,
πάτησαν τη Μονεμβασιά, σε πέντε-δέκα μέρες
θα 'ρθουν τα τσακωνόπουλα κι ο καπετάν Γεωργάκης
να δεις πραστιώτικο σπαθί, τσακώνικο ντουφέκι".
Ιστορικό Κλέφτικο τραγούδι
"Πουάντζα, 'πέτε, νέγγουντε, τθα Τσακονιά τα μέρη"
(Πουλάκια, πετάτε, ελάτε, στης Τσακονιάς τα μέρη).
'αλήτε χαιρεκίσματα οτσ' έμε τθο Τσιμπέρι
(να πήτε χαιρετίσματα ότ' είμαστε στο Κιβέρι):
-Τα σύνταχα θα φύτσουμε, θα ζάμε τθο Ντερβένι
(αύριο θα φύγουμε, θα πάμε στο Δερβένι),
-Να πολεμήμε, νέγγουντε, του Δράμαλη τ' ασκέρι
(να πλεμήσουμε, πάμε του Δράμαλη τ' ασκέρι)
Πουρτέσε ενέγκοϊ ο Νιτσηταρά, κίσου ο Κολοκοτρώνης
(Πρώτος πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης)
τσαι παρακίσου οι Τσάκωνε με τουρ Αγιο-πετρίτε
(και παραπίσω οι Τσάκωνες με τους Αγιο-πετρίτες).
Ντζιντάει το καριοφίλι τάνου τα διάσελα
(Βροντά το καριοφίλι πάνω στα διάσελα).
Α Έωνα να φυλάει τα Τσακονόπου'α
(Η Έλωνα τα φυλάει τα Τσακονόπουλα).
Πολεμιστές του 1821
Έβγα μανούλα μ' να με ιδής, έβγα να μ' αγναντέψης,
το πώς τρομάζω την Τουρκιά και τους Δερβεναγάδες,
το πώς γυαλίζει η πάλα μου και λάμπουν τ' άρματά μου.
Της Δέσπω Μπότση
-Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
-Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε»
και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες
Μαύρη, μωρέ, πικρή ζωή που κάνουμε
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς
οι μαύροι κλέφτες
Ποτέ, μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε
Όλη, μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο
Όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι, το βράδυ καραούλι
Κοντά, μωρέ, κοντά, στα ξημερώματα
Κοντά στα ξημερώματα γυρίζω να πλαγιάσω, γυρίζω να πλαγιάσω
Το χε- μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το σπαθί μου στρώμα
Το κα’μωρέ, καριοφίλι μ΄αγκαλιά
Τι καριοφίλι μ΄ αγκαλιά σαν το παιδί την μάνα, σαν το παιδί τη μάνα.
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς
οι μαύροι κλέφτες
Ποτέ, μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε
Όλη, μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο
Όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι, το βράδυ καραούλι
Κοντά, μωρέ, κοντά, στα ξημερώματα
Κοντά στα ξημερώματα γυρίζω να πλαγιάσω, γυρίζω να πλαγιάσω
Το χε- μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το σπαθί μου στρώμα
Το κα’μωρέ, καριοφίλι μ΄αγκαλιά
Τι καριοφίλι μ΄ αγκαλιά σαν το παιδί την μάνα, σαν το παιδί τη μάνα.
Του Διάκου (22 Απριλίου 1821)
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Eμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Eμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας»
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας»
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.
Τι έχεις καημένε πλάτανε
Τι έχεις καημένε πλάτανε
και στέκεις μαραμένος,
με τις ριζούλες στο νερό
με τη δροσιά στα φύλλα;
και στέκεις μαραμένος,
με τις ριζούλες στο νερό
με τη δροσιά στα φύλλα;
Παιδιά μ’ , σαν με ρωτήσατε,
να σας το μολογήσω. Αλή Πασάς
επέρασε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Κι όλοι στον ίσκιο μ’ έκατσαν
και κάτω απ’ τη δροσιά μου
κι όλοι σημάδι μ’ έβαλαν
κι όλοι με τουφεκίσαν.
να σας το μολογήσω. Αλή Πασάς
επέρασε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Κι όλοι στον ίσκιο μ’ έκατσαν
και κάτω απ’ τη δροσιά μου
κι όλοι σημάδι μ’ έβαλαν
κι όλοι με τουφεκίσαν.
Άλλοι βαρούν τους κλώνους μου
κι άλλοι βαρούν τα φύλλα
κι ο σκύλος ο Αλή Πασάς
βαρεί μες στην καρδιά μου.
Μαράθηκαν τα φύλλα μου,
μαράθηκε η καρδιά μου.
κι άλλοι βαρούν τα φύλλα
κι ο σκύλος ο Αλή Πασάς
βαρεί μες στην καρδιά μου.
Μαράθηκαν τα φύλλα μου,
μαράθηκε η καρδιά μου.
Ξύπνα ραγιά
Ραγιά καημένε μου ραγιά για σήκω το κεφάλι, τη δόξα πού ‘χες μια φορά απόκτησέ την πάλι.
Ξύπνα καημένε μου ραγιά, ξύπνα να δεις τη λευτεριά.
Διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια
διψούνε και για λευτεριά οι σκλάβοι τόσα χρόνια.
διψούνε και για λευτεριά οι σκλάβοι τόσα χρόνια.
Κοιμούμαι μ’ ένα όνειρο, ξυπνώ με μιαν ελπίδα
να ιδώ κι εγώ μια μέρα φως ελεύθερη πατρίδα.
να ιδώ κι εγώ μια μέρα φως ελεύθερη πατρίδα.
Ξύπνα καημένε μου ραγιά, ξύπνα να δεις τη Λευτεριά.
Ήταν η μέρα βροχερή
Μα ήταν η μέρα βρο- μουρτάτη, βροχερή
Και η νύχτα πο- μωρέ, ποντισμένη
Που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, άιντε, ρε Παπαφλέσσα, ‘Μπραήμ, ο Ιμπραήμ πασάς
’ιντε, που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, ‘Μπραήμ πασάς από την Α- από την Αλεξάνδρεια
Νύχτα σε νύχτα πε- άιντε, ρε Παπαφλέσα μου, πε- ωρέ, περπατεί
’ιντε, νύχτα σε νύχτα πε- μουρτάτη, περπατεί
Λιμάνι σε- μωρέ, σε λιμάνι φέρνει τ’ ασκέρι δια- άιντε, ρε Παπαφλέσσα μου, δια- ωρέ, διαλεχτό
Φέρνει τ’ ασκέρι διαλεχτό, ούλο στραβαραπάδες
Και στη Μεθώνη άραξε μέσα στο Ναυαρίνο
Και η νύχτα πο- μωρέ, ποντισμένη
Που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, άιντε, ρε Παπαφλέσσα, ‘Μπραήμ, ο Ιμπραήμ πασάς
’ιντε, που κίνησ΄ ο ‘Μπραήμ, ‘Μπραήμ πασάς από την Α- από την Αλεξάνδρεια
Νύχτα σε νύχτα πε- άιντε, ρε Παπαφλέσα μου, πε- ωρέ, περπατεί
’ιντε, νύχτα σε νύχτα πε- μουρτάτη, περπατεί
Λιμάνι σε- μωρέ, σε λιμάνι φέρνει τ’ ασκέρι δια- άιντε, ρε Παπαφλέσσα μου, δια- ωρέ, διαλεχτό
Φέρνει τ’ ασκέρι διαλεχτό, ούλο στραβαραπάδες
Και στη Μεθώνη άραξε μέσα στο Ναυαρίνο
(το τραγούδι αναφέρεται στην εκστρατεία του Ιμπραήμ, ο οποίος το 1825 ξεκινώντας από την Αλεξάνδρεια έφτασε ως το Ναυαρίνο)
Μωρ’ περδικούλα του Μοριά
Ωρέ, μωρ’ περδικούλα, μωρ’ περδικούλα του Μοριά
Μωρ’ περδικούλα του Μοριά κοσμοπερπατημένη
Αυτού ψηλά, γειά σου, πέρδικα, αυτού ψηλά-να που πέτεσαι
Αυτού ψηλά που πέτεσαι και χαμηλά ‘γναντεύεις
Μην είδες κλέ, γεια σου, πέρδικα, μην είδες κλέ-νε-φτες πουθενά
Μην είδες κλέφτες πουθενά, τους Κολοκοτρωναίους;
Μωρ’ περδικούλα του Μοριά κοσμοπερπατημένη
Αυτού ψηλά, γειά σου, πέρδικα, αυτού ψηλά-να που πέτεσαι
Αυτού ψηλά που πέτεσαι και χαμηλά ‘γναντεύεις
Μην είδες κλέ, γεια σου, πέρδικα, μην είδες κλέ-νε-φτες πουθενά
Μην είδες κλέφτες πουθενά, τους Κολοκοτρωναίους;
Εσείς βουνά ψηλά
Εσείς βουνά, ψηλά βουνά, με τα δασιά κλαριά σας,
με τα δασιά τα έλατα, το εν’ απάνω ‘ς τάλλο,
και πύργε της Καστάνιτσας, οπού βαστάτε κλέφταις,
τους κλέφταις τί τους κάματε, τους Κολοκοτρωναίους;
οπού φορούν χρυσά σπαθιά, μπαλάσκαις ασημένιαις,
χρυσά ‘ν’ και τα ντουφέκια τους, χρυσά μαλαματένια,
και τα τσαπράζια που φορούν, ούλο μαργαριτάρια.
Κείνοι το Μάρτη εδώ ήσανε και τον μισόν Απρίλη,
και την ημέρα τ’ άη Γιωργιού, που είναι το πανηγύρι,
φίλοι τους επροσκάλεσαν, τους είχανε τραπέζι.
Πάνω ποβάλαν τα φαγιά, κ’ έκαμαν το σταυρό τους,
ψιλή φωνίτσα νάκουσαν, ψιλή φωνή νακούνε.
«Γι’ αφήστε τα καλά φαγιά και πάρτε τα ντουφέκια,
τι οι Τούρκοι σας επλάκωσαν, τι οι Τούρκοι σας επήραν.»
Και τα ντουφέκια πήρανε, και τα σπαθιά τραυήξαν,
τους Τούρκους εκυνήγησαν, τους κάμαν ένα ένα.
με τα δασιά τα έλατα, το εν’ απάνω ‘ς τάλλο,
και πύργε της Καστάνιτσας, οπού βαστάτε κλέφταις,
τους κλέφταις τί τους κάματε, τους Κολοκοτρωναίους;
οπού φορούν χρυσά σπαθιά, μπαλάσκαις ασημένιαις,
χρυσά ‘ν’ και τα ντουφέκια τους, χρυσά μαλαματένια,
και τα τσαπράζια που φορούν, ούλο μαργαριτάρια.
Κείνοι το Μάρτη εδώ ήσανε και τον μισόν Απρίλη,
και την ημέρα τ’ άη Γιωργιού, που είναι το πανηγύρι,
φίλοι τους επροσκάλεσαν, τους είχανε τραπέζι.
Πάνω ποβάλαν τα φαγιά, κ’ έκαμαν το σταυρό τους,
ψιλή φωνίτσα νάκουσαν, ψιλή φωνή νακούνε.
«Γι’ αφήστε τα καλά φαγιά και πάρτε τα ντουφέκια,
τι οι Τούρκοι σας επλάκωσαν, τι οι Τούρκοι σας επήραν.»
Και τα ντουφέκια πήρανε, και τα σπαθιά τραυήξαν,
τους Τούρκους εκυνήγησαν, τους κάμαν ένα ένα.
Σαράντα παλικάρια
Σαράντα παλλικάρια από τη Λιβαδειά
πάνε για να πατήσουνε την Ντροπολιτσά.
Στον δρόμο που πηγαίναν γέροντ΄ απαντούν
-Γειά σου, χαρά σου, γέρο -Καλώς τα τα παιδία
Πού πάτε παλικάρια, που πάτε ρε παιδιά;
-Πάμε για να πατήσουμε τη Ντροπολιτσά
-Ώρα καλή παιδιά μου να πάτε στο καλό
-Έλα μαζί μας, γέρο, γεροντόκλεφτα.
-Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιάτί γέρασα,
-μόν΄πάρτε τον υγιό μου το μικρότερο,
πόχει λαγού ποδάρια και πέρδικας φτερά,
που ξέρει τα λημέρια που λημέριαζα,
που ξέρει και τις βρύσες πόπινα νερό….
πάνε για να πατήσουνε την Ντροπολιτσά.
Στον δρόμο που πηγαίναν γέροντ΄ απαντούν
-Γειά σου, χαρά σου, γέρο -Καλώς τα τα παιδία
Πού πάτε παλικάρια, που πάτε ρε παιδιά;
-Πάμε για να πατήσουμε τη Ντροπολιτσά
-Ώρα καλή παιδιά μου να πάτε στο καλό
-Έλα μαζί μας, γέρο, γεροντόκλεφτα.
-Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιάτί γέρασα,
-μόν΄πάρτε τον υγιό μου το μικρότερο,
πόχει λαγού ποδάρια και πέρδικας φτερά,
που ξέρει τα λημέρια που λημέριαζα,
που ξέρει και τις βρύσες πόπινα νερό….
Παιδιά της Σαμαρίνας
Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα
παιδιά της Σαμαρίνας
μωρέ παιδιά καημένα
παιδιά της Σαμαρίνας
κι ας είστε λερωμένα.
παιδιά της Σαμαρίνας
μωρέ παιδιά καημένα
παιδιά της Σαμαρίνας
κι ας είστε λερωμένα.
Αν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά
κατά τη Σαμαρίνα
μωρέ παιδιά καημένα
κατά τη Σαμαρίνα
κι ας είστε λερωμένα.
κατά τη Σαμαρίνα
μωρέ παιδιά καημένα
κατά τη Σαμαρίνα
κι ας είστε λερωμένα.
Τουφέκια μωρέ να μη ρίξετε
τραγούδια να μη πείτε
μωρέ παιδιά καημένα
τραγούδια να μη πείτε
κι ας είστε λερωμένα.
τραγούδια να μη πείτε
μωρέ παιδιά καημένα
τραγούδια να μη πείτε
κι ας είστε λερωμένα.
Κι αν σας ρωτήσει μωρ’ η μάνα μου
κι η δόλια η αδερφή μου
μωρέ παιδιά καημένα
κι η δόλια η αδερφή μου
κι ας είστε λερωμένα.
κι η δόλια η αδερφή μου
μωρέ παιδιά καημένα
κι η δόλια η αδερφή μου
κι ας είστε λερωμένα.
Μη πείτε πως μωρέ εχάθηκα
πως είμαι σκοτωμένος
μωρέ παιδιά καημένα
πως είμαι σκοτωμένος
κι ας είστε λερωμένα.
πως είμαι σκοτωμένος
μωρέ παιδιά καημένα
πως είμαι σκοτωμένος
κι ας είστε λερωμένα.
Πείτε τους μωρέ πως παντρεύτηκα
τη μαύρη γη πως πήρα
μωρέ παιδιά καημένα
τη μαύρη γη πως πήρα
κι ας είστε λερωμένα.
τη μαύρη γη πως πήρα
μωρέ παιδιά καημένα
τη μαύρη γη πως πήρα
κι ας είστε λερωμένα.
Όλες οι καπετάνισσες
Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι,
όλες την Αρτα πέρασαν, στα Γιάννενα τις πάνε,
σκλαβώθηκανοι ορφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες.
Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα,
μόν’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου!
Σέρνω τουφέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες».
«Κόρη για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου».
«Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».
όλες την Αρτα πέρασαν, στα Γιάννενα τις πάνε,
σκλαβώθηκανοι ορφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες.
Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα,
μόν’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου!
Σέρνω τουφέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες».
«Κόρη για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου».
«Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».
Τι έχεις, καημένε κόρακα
Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν’ ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ’ άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
“Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ’ Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ’ αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν’ ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη”.
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια.
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν’ ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ’ άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
“Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ’ Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ’ αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν’ ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη”.
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια.
Τα χιόνια στα βουνά
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια
έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι
πόχουν τ’ ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες
καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε
νοπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν
καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι
καβάλα βγήκαν κι έκατσαν στης εκκλησιάς την πόρτα
κι εκεί τους ήρθε η γραφή πικρή φαρμακωμένη
κι απόξω λέει τ’ απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα
τ’ αδέρφια σας σκοτώθηκαν στης Αιμιαλούς τ’ αμπέλι
τους πρόδωσ’ ο καλόγερος από το μοναστήρι.
Αστέ παιδιά να φύγουμε στον τόπο μας να πάμε
γιατί μας πλάκωσε η Τουρκιά, οι Αρβανιταράδες.
έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι
πόχουν τ’ ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες
καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε
νοπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν
καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι
καβάλα βγήκαν κι έκατσαν στης εκκλησιάς την πόρτα
κι εκεί τους ήρθε η γραφή πικρή φαρμακωμένη
κι απόξω λέει τ’ απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα
τ’ αδέρφια σας σκοτώθηκαν στης Αιμιαλούς τ’ αμπέλι
τους πρόδωσ’ ο καλόγερος από το μοναστήρι.
Αστέ παιδιά να φύγουμε στον τόπο μας να πάμε
γιατί μας πλάκωσε η Τουρκιά, οι Αρβανιταράδες.
Ο χορός του Ζαλόγγου
Έχε γεια καημένε κόσμε
έχε γεια γλυκιά ζωή (2)
κι εσύ δύστυχη πατρίδα
έχε γεια παντοτινή (2)
έχε γεια γλυκιά ζωή (2)
κι εσύ δύστυχη πατρίδα
έχε γεια παντοτινή (2)
Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες
έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες
Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτ’ ανθός στην αμμουδιά (2)
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά (2)
ούτ’ ανθός στην αμμουδιά (2)
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά (2)
Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες.
έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες.
Ο γεροκλέφτης
Παιδιά μ’ σαν θέλτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε
εμένα να, μωρέ παιδιά, εμένα να ρωτήσετε
εμένα να, μωρέ παιδιά, εμένα να ρωτήσετε
Εμένα να ρωτήσετε πώς τα περνούν οι κλέφτες
σαράντα χρο, μωρέ παιδιά σαράντα χρόνους έκαμα
σαράντα χρο, μωρέ παιδιά σαράντα χρόνους έκαμα
Σαράντα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος
ζεστό ψωμί μωρέ παιδιά, ζεστό ψωμί δεν έφαγα
ζεστό ψωμί μωρέ παιδιά, ζεστό ψωμί δεν έφαγα
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα γλυκό κρασί δεν ήπια
τον ύπνο δε, μωρέ παιδιά, τον ύπνο δεν εχόρτασα
τον ύπνο δε, μωρέ παιδιά, τον ύπνο δεν εχόρτασα
Τον ύπνο δεν εχόρτασα του ύπνου τη γλυκάδα
σε στρώμα δε, μωρέ παιδιά, σε στρώμα δεν επλάγιασα
σε στρώμα δε, μωρέ παιδιά, σε στρώμα δεν επλάγιασα
Σε στρώμα δεν επλάγιασα μηδέ σε μαξιλάρι
το χέρι μου, μωρέ παιδιά, το χέρι μου προσκέφαλο
το χέρι μου, μωρέ παιδιά, το χέρι μου προσκέφαλο
Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
και το ντουφέ, μωρέ παιδιά, και το ντουφέκι μου αγκαλιά
και το ντουφέ, μωρέ παιδιά, και το ντουφέκι μου αγκαλιά
Και το ντουφέκι μου αγκαλιά σαν το παιδί η μάνα
Πιδιά μ’ σαν θέ μαύρα πιδιά,
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά κι κλέφτις να γινείτι,
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά κι κλέφτις να γινείτι,
ιμένα να ρουτήσιτι του τι τραβούν οι κλέφτις.
Δώδικα χρόνους έκανα στους κλέφτις καπιτάνιους.
ν Όλη μιρούλα πόλιμου, του βράδυ καραούλι1.
Ζιστό ψουμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια.
Το χέρι μου προυσκέφαλου κι του σπαθί μου στρώμα,
του έρημου καριόφιλου κόρη στην αγκαλιά μου.
Δώδικα χρόνους έκανα στους κλέφτις καπιτάνιους.
ν Όλη μιρούλα πόλιμου, του βράδυ καραούλι1.
Ζιστό ψουμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια.
Το χέρι μου προυσκέφαλου κι του σπαθί μου στρώμα,
του έρημου καριόφιλου κόρη στην αγκαλιά μου.
Χορεύουν τα κλεφτόπουλα
Χορε-νε-ύουν τα- μωρέ, τα κλεφτό-νο-πουλα
Χορεύουν τα κλεφτόπουλα, γλεντάνε τα καημένα
Κι ένα, ‘να μικρό, ‘να μικρό κλεφτό-νο-πουλο
Κι ένα μικρό κλεφτόπουλο δεν τρώει, δεν τραγουδάει
Μόν ‘τ’ ά-να-ρματα, τ’ άρματα του ξύ-νι-ατριζε
Μόν’ τ’ άρματά του ξύστριζε, του ντουφεκιού του λέει
Ντουφέ-νε-κι κα- μωρέ, καριοφι’-νι-λι μου
Ντουφέκι καριοφίλι μου, σπαθί μου παινεμένο
Πολλές νε-φορές, νε-φορές με γλί-νι-τωσες
Πολλές φορές με γλίτωσες, για γλίτωμε και τώρα
Χορεύουν τα κλεφτόπουλα, γλεντάνε τα καημένα
Κι ένα, ‘να μικρό, ‘να μικρό κλεφτό-νο-πουλο
Κι ένα μικρό κλεφτόπουλο δεν τρώει, δεν τραγουδάει
Μόν ‘τ’ ά-να-ρματα, τ’ άρματα του ξύ-νι-ατριζε
Μόν’ τ’ άρματά του ξύστριζε, του ντουφεκιού του λέει
Ντουφέ-νε-κι κα- μωρέ, καριοφι’-νι-λι μου
Ντουφέκι καριοφίλι μου, σπαθί μου παινεμένο
Πολλές νε-φορές, νε-φορές με γλί-νι-τωσες
Πολλές φορές με γλίτωσες, για γλίτωμε και τώρα
Τα κλεφτόπουλα
Μάνα μου τα, μάνα μου
τα κλεφτόπουλα τρώνε
και τραγουδάνε, άιντε
πίνουν και γλεντάνε.
τα κλεφτόπουλα τρώνε
και τραγουδάνε, άιντε
πίνουν και γλεντάνε.
Μα ένα μικρό μα ένα μικρό
κλεφτόπουλο δεν τρώει,
δεν τραγουδάει, βάι
δεν πίνει δε γλεντάει.
κλεφτόπουλο δεν τρώει,
δεν τραγουδάει, βάι
δεν πίνει δε γλεντάει.
Μόν’ τ’ άρματα,
μόν τ’ άρματά του κοίταζε,
του τουφεκιού του λέει:
μόν τ’ άρματά του κοίταζε,
του τουφεκιού του λέει:
Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη,
πόσες φορές, πόσες φορές
με γλίτωσες απ’ των εχθρών
τα χέρια κι απ’ των Τούρκων
τα μαχαίρια.
πόσες φορές, πόσες φορές
με γλίτωσες απ’ των εχθρών
τα χέρια κι απ’ των Τούρκων
τα μαχαίρια.
Μια κόρη μια ξανθιά κορή
Μια κόρη μια ξανθιά κορή, ξανθιά και μαυρομάτα,
Τον άντρα της παράτησε, Τούρκον άντρα επήρε.
Κι ο άντρας της παντρεύτηκε κι άλλη γυναίκα πήρε.
Βάζει τρακόσια φλάμπουρα κι εξήντα δυο νταούλια,
Κι από την πόρτα τ’ς απερνάει κι από το παραθύρι.
-Πάψτε μπρατίμοι τον ηχό, μαστόροι τα νταούλια,
ν’ από ψηλά θα γκρεμιστώ και χαμηλά θα πέσω,
σαν το γυαλί να ραγιστώ, σαν το κρουστάλλ(ι) να θράψω.
Κι ο άντρας της την άκουσε στέκει και τη ρωτάει:
-Τ’ έχεις κόρη μ’ και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;
Μήνα φλουριά δεν έχουμε, άσπρα και καραγρόσια;
-Φωτιά να κάψει τα’ άσπρα σου κι η φλόγα τα φλουριά σου,
μπροστά στον άντρα τον καλό, μπροστά στο παλικάρι.
Παν οι ρωμιοί στην εκκλησιά κι πρέπ’ ου κόσμους όλους.
Τον άντρα της παράτησε, Τούρκον άντρα επήρε.
Κι ο άντρας της παντρεύτηκε κι άλλη γυναίκα πήρε.
Βάζει τρακόσια φλάμπουρα κι εξήντα δυο νταούλια,
Κι από την πόρτα τ’ς απερνάει κι από το παραθύρι.
-Πάψτε μπρατίμοι τον ηχό, μαστόροι τα νταούλια,
ν’ από ψηλά θα γκρεμιστώ και χαμηλά θα πέσω,
σαν το γυαλί να ραγιστώ, σαν το κρουστάλλ(ι) να θράψω.
Κι ο άντρας της την άκουσε στέκει και τη ρωτάει:
-Τ’ έχεις κόρη μ’ και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;
Μήνα φλουριά δεν έχουμε, άσπρα και καραγρόσια;
-Φωτιά να κάψει τα’ άσπρα σου κι η φλόγα τα φλουριά σου,
μπροστά στον άντρα τον καλό, μπροστά στο παλικάρι.
Παν οι ρωμιοί στην εκκλησιά κι πρέπ’ ου κόσμους όλους.
Κλέφτικη ζωή
Μαύρη μωρέ πικρή είν’ η ζωή
που κάνουμε εμείς οι μαύροι
κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες.
που κάνουμε εμείς οι μαύροι
κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες.
Όλη μωρέ, όλη μερούλα
πόλεμο. Όλη μερούλα πόλεμο
το βράδυ καραούλι.
πόλεμο. Όλη μερούλα πόλεμο
το βράδυ καραούλι.
Με φό μωρέ με φόβο τρώμε
το ψωμί. Με φόβο τρώμε το
ψωμί, με φόβο περπατάμε.
το ψωμί. Με φόβο τρώμε το
ψωμί, με φόβο περπατάμε.
Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε.
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφοούμε.
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφοούμε.
Τα ευζωνάκια
Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια βλέπω τα ευζωνάκια
Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια βλέπω τα ευζωνάκια
Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια βλέπω τα ευζωνάκια
στους πολέμους μαυρισμένα τα ευζωνάκια τα καημένα
κλέφτικο χορό χορεύουν και τ’ αντίπερα αγναντεύουν.
κλέφτικο χορό χορεύουν και τ’ αντίπερα αγναντεύουν.
Κι αγναντεύοντας την πόλη τραγουδούν και λένε
Κι αγναντεύοντας την πόλη τραγουδούν και λένε
Κι αγναντεύοντας την πόλη τραγουδούν και λένε
Τούτ’ είν’ οι χρυσοί της θόλοι, αχ κατακαημένη πόλη
να η μεγάλη εκκλησιά μας, πάλι θα γενούν δικά μας.
να η μεγάλη εκκλησιά μας, πάλι θα γενούν δικά μας.
Στην κυρά τη Δέσποινά μας πες να μη λυπάται
Στην κυρά τη Δέσποινά μας πες να μη λυπάται
Στην κυρά τη Δέσποινά μας πες να μη λυπάται
στις εικόνες να μην κλαίνε, τα Ευζωνάκια μας το λένε
στις εικόνες να μην κλαίνε, τα Ευζωνάκια μας το λένε
στις εικόνες να μην κλαίνε, τα Ευζωνάκια μας το λένε
Κι ο παπάς που ‘ναι κρυμμένος μέσα στ’ Άγιο Βήμα
Κι ο παπάς που ‘ναι κρυμμένος μέσα στ’ Άγιο Βήμα
Κι ο παπάς που ‘ναι κρυμμένος μέσα στ’ Άγιο Βήμα
Τά Ευζωνάκια δε θ’ αργήσει, νά ‘βγει να τα κοινωνήσει
και σε λίγο βγαίνουν τ’ Άγια μέσα σε μυρτιές και βάγια
και σε λίγο βγαίνουν τ’ Άγια μέσα σε μυρτιές και βάγια
Του Μπραϊμη
Ο κούκος φέτο δε λαλεί, ούτε και θα λαλήσει,
παρά η τρυγόνα η χλιβερή το λέει το μοιρολόγι.
Φέτο μας ήρθεν Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει.
Εσκλάβωσε μικρά παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,
κι εσκλάβωσε λεβεντουριά και καπεταναραίους.
παρά η τρυγόνα η χλιβερή το λέει το μοιρολόγι.
Φέτο μας ήρθεν Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει.
Εσκλάβωσε μικρά παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,
κι εσκλάβωσε λεβεντουριά και καπεταναραίους.
Του Δράμαλη
Φύσα, μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου,
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάννα.
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάννα.
Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες
στο Δερβενάκι κείτονται, στο χώμα ξαπλωμένοι.
στο Δερβενάκι κείτονται, στο χώμα ξαπλωμένοι.
Στρωμά’χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια
και γι’απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
και γι’απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
Κ’ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε:
«Πουλί, πως πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Ελληνες με τα σπαθιά στα χέρια».
«Πουλί, πως πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Ελληνες με τα σπαθιά στα χέρια».
Γράμματα πάνε κι έρχονται στων μπέηδων τα σπίτια.
Κλαίνε τ’αχούρια γι’άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους,
Κλαίνε μαννούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.
Κλαίνε μαννούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.
Του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη
Πετρόμπεης καθότανε ψηλά στο Πετροβούνι
κι εσφούγγιζε τα μάτια του μ’ ένα χρυσό μαντίλι.
«Τι έχεις, Μπέη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα;»
«Σα μ’ ερωτάς, Κυριάκαινα, και θέλεις για να μάθεις,
απόψε μου ‘ρθαν γράμματα από το Μεσολόγγι.
Τον Κυριακούλη σκότωσαν, τον πρώτο καπετάνιο,
και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα».
κι εσφούγγιζε τα μάτια του μ’ ένα χρυσό μαντίλι.
«Τι έχεις, Μπέη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα;»
«Σα μ’ ερωτάς, Κυριάκαινα, και θέλεις για να μάθεις,
απόψε μου ‘ρθαν γράμματα από το Μεσολόγγι.
Τον Κυριακούλη σκότωσαν, τον πρώτο καπετάνιο,
και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα».
Ο Ζήδρος
Αφήνω γεια στον Όλυμπο, σ’ όλα τα κορφοβούνια
κι εσείς λημέρια μου έρημα, πλατάνια με τους ίσκιους.
Ζήδρο μου, καπετάνιε μου, του Μαχαιρά ξεφτέρι,
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει.
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει.
Βρυσούλες με κρύα νερά και χαμηλά λημέρια,
αφήνω γειά στους σταυραετούς και σ’ όλα τα ξεφτέρια.
αφήνω γειά στους σταυραετούς και σ’ όλα τα ξεφτέρια.
Ζήδρο μου, καπετάνιε μου, του Μαχαιρά ξεφτέρι,
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει.
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει.
Αφήνω γεια στον ήλιο μου και στο χρυσό φεγγάρι
που μου ‘φεγγε να περπατώ σαν άξιο παλληκάρι.
που μου ‘φεγγε να περπατώ σαν άξιο παλληκάρι.
Ζήδρο μου, καπετάνιε μου, του Μαχαιρά ξεφτέρι,
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει.
Ζήδρο μου, η θυσία σου τη λευτεριά θα φέρει.
Ο γέρος του Μοριά
Ένα τραγούδι θα σας πω για τον λεβέντη,
τον ασπρομάλλη μου το γέρο τον Μοριά
και βάλτε αδέρφια μου για να στηθεί το γλέντι
Τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
τον ασπρομάλλη μου το γέρο τον Μοριά
και βάλτε αδέρφια μου για να στηθεί το γλέντι
Τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
Στήσε χορό ξενητεμένε Μοραΐτη,
απόψε ας παίξουνε λαγούτα και βιολιά
και πες πως γύρισες στο πατρικό σου σπίτι
και πως σε πήρανε οι γέροι σου αγκαλιά.
απόψε ας παίξουνε λαγούτα και βιολιά
και πες πως γύρισες στο πατρικό σου σπίτι
και πως σε πήρανε οι γέροι σου αγκαλιά.
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γεια σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
και σεις κοπέλες γεια σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει
κι η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά,
έβγα απ’ τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη
κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά.
κι η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά,
έβγα απ’ τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη
κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά.
Τα όμορφα χρόνια τα παλιά να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
των πρόγονών μας οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ’ αγέρι ετούτη τη στροφή.
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
των πρόγονών μας οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ’ αγέρι ετούτη τη στροφή.
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γεια σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
και σεις κοπέλες γεια σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί,
που η μάνα αν δε σας γέννα,
ούτ’ Άγια Λαύρα θα `χαμε, ουτέ Εικοσιένα.
που η μάνα αν δε σας γέννα,
ούτ’ Άγια Λαύρα θα `χαμε, ουτέ Εικοσιένα.
Γλυκοχαράζει η χαραυγή
Γλυκοχαράζει η χαραυγή
και λάμπ’ ο ουρανός κι η γη.
Φέρνει την ελευθεριά μας
και το τέλος της σκλαβιάς μας.
και λάμπ’ ο ουρανός κι η γη.
Φέρνει την ελευθεριά μας
και το τέλος της σκλαβιάς μας.
Στα Βέρβαινα στα Δολιανά
γεια σου χαρά σου κλεφτουριά.
Στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι
πέφτει αδιάκοπο λεπίδι
γεια σου χαρά σου κλεφτουριά.
Στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι
πέφτει αδιάκοπο λεπίδι
Κι από του Διάκου το σουβλί
φτιάχνει ο Κανάρης το δαυλί
κι ο Μιαούλης το τιμόνι
πες το κότσυφα κι αηδόνι
φτιάχνει ο Κανάρης το δαυλί
κι ο Μιαούλης το τιμόνι
πες το κότσυφα κι αηδόνι
Του Δήμου
Σήμερα, Δήμο μ’, Πασκαλιά, σήμερα πανηγύρι.
τα παλικάρια χαίρονται και ρίχνουν στο σημάδι,
κι εσύ, Δήμο μ’, στα Γιάννινα, στην πόρτα του βιζίρη,
στον άλυσο, στο κούτσουρο, στο έρημο τουμρούκι.
Και όλος ο κόσμος τόλεγαν, και Τούρκοι και Ρωμαίοι.
«Δήμο μου, κάτσε φρόνιμα, νά’ χης τ’ αρματολίκι.»
– «Και τι κακό σας έκαμα και κλαίετε από μένα;
Να δώκη ο Θεός κι η Παναγιά, και αφέντης Άγι-Γιώργης,
να γιάνη το χεράκι μου,να ζώσω το σπαθί μου…
τα παλικάρια χαίρονται και ρίχνουν στο σημάδι,
κι εσύ, Δήμο μ’, στα Γιάννινα, στην πόρτα του βιζίρη,
στον άλυσο, στο κούτσουρο, στο έρημο τουμρούκι.
Και όλος ο κόσμος τόλεγαν, και Τούρκοι και Ρωμαίοι.
«Δήμο μου, κάτσε φρόνιμα, νά’ χης τ’ αρματολίκι.»
– «Και τι κακό σας έκαμα και κλαίετε από μένα;
Να δώκη ο Θεός κι η Παναγιά, και αφέντης Άγι-Γιώργης,
να γιάνη το χεράκι μου,να ζώσω το σπαθί μου…
Τρεις περδικούλες
Τρεις περδικούλες κάθονται,
στον Όλυμπο στη ράχη μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν,
μοιρολογάν και λένε.
Εσείς πουλιά πετούμενα που πάτε στον αέρα
να πάτε και στη Τζόρτζαινα, Ναούμη τη γυναίκα.
Να μην τα πλέξει τα μαλλιά, κοσί να μην τα φτιάξει.
Να μην τα βάλει τα φλουριά, να μην τα καμαρώνει.
Ναούμη τον βαρέσανε στου Διάκου το νταβούρι.
στον Όλυμπο στη ράχη μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν,
μοιρολογάν και λένε.
Εσείς πουλιά πετούμενα που πάτε στον αέρα
να πάτε και στη Τζόρτζαινα, Ναούμη τη γυναίκα.
Να μην τα πλέξει τα μαλλιά, κοσί να μην τα φτιάξει.
Να μην τα βάλει τα φλουριά, να μην τα καμαρώνει.
Ναούμη τον βαρέσανε στου Διάκου το νταβούρι.
Θρήνος των Ηπειρωτών
’Σ όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλον τον κόσμο ήλιος
και ‘ς τα καϊμένα Γιάννενα μαύρο, παχύ σκοτάδι,
τι φέτο εκάμαν τη βουλή οχτώ βασίλεια ανθρώποι
κ’ εβάλανε τα σύνορα ‘ς της Άρτας το ποτάμi
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Πούντα,
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Άρτα,
κι’ αφήκανε το Μέτσοβο με τα χωριά του γύρα.
και ‘ς τα καϊμένα Γιάννενα μαύρο, παχύ σκοτάδι,
τι φέτο εκάμαν τη βουλή οχτώ βασίλεια ανθρώποι
κ’ εβάλανε τα σύνορα ‘ς της Άρτας το ποτάμi
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Πούντα,
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Άρτα,
κι’ αφήκανε το Μέτσοβο με τα χωριά του γύρα.
Αφήνω γεια στις όμορφες
Αφήνω γεια στις όμορφες
και γεια τις μαυρομάτες
εγώ πάω στα Γιάννενα
στου Μπέη τα σαράια.
και γεια τις μαυρομάτες
εγώ πάω στα Γιάννενα
στου Μπέη τα σαράια.
Βρίσκω τον Μπέη που λούζονταν
σε μια χρυσή λυγένη
καλή μερά σου Μπέη μου
καλώς τη βλάχα που ‘ρθε.
σε μια χρυσή λυγένη
καλή μερά σου Μπέη μου
καλώς τη βλάχα που ‘ρθε.
Εγώ είμ’ η βλάχα η έμορφη
η βλάχα η ξακουσμένη
πο’ χω τα χίλια πρόβατα
τα τρεις χιλιάδες γίδια.
η βλάχα η ξακουσμένη
πο’ χω τα χίλια πρόβατα
τα τρεις χιλιάδες γίδια.
Λύκος να φάει τα πρόβατα
και σκάρκαλος τα γίδια
να μείνει η βλάχα η έμορφη.
και σκάρκαλος τα γίδια
να μείνει η βλάχα η έμορφη.
Στο ’να βουνό τα πρόβατα
στ’ άλλο βουνό τα γίδια
κι ανάμεσα στα δυο βουνά
ρόδοι και μύλοι αλέθουν.
στ’ άλλο βουνό τα γίδια
κι ανάμεσα στα δυο βουνά
ρόδοι και μύλοι αλέθουν.
Τα έξι αλέθουν με νερό
τα έξι με το γάλα
κι απ’ τον αφρό του γάλατος
οι βλαχοπούλες πλένουν.
τα έξι με το γάλα
κι απ’ τον αφρό του γάλατος
οι βλαχοπούλες πλένουν.
Η μια πλένει τους άρρωστους
κι η άλλη τους λαβωμένους
κι η τρίτη η καλύτερη
τους αρραβωνιασμένους.
κι η άλλη τους λαβωμένους
κι η τρίτη η καλύτερη
τους αρραβωνιασμένους.
Όλυμπος κι ο Κίσαβος
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει την βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου.
“Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-”Ήλιε μ’, δεν κρους τ’ από ταχύ, μόν’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;”
το ποιο να ρίξει την βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου.
“Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-”Ήλιε μ’, δεν κρους τ’ από ταχύ, μόν’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;”
Του Κίτσου η μάνα
Του Κίτσου η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πο’ ‘χουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι».
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν’ να τον κρεμάσουν.
Χίλοι τον παν’ από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω,
κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μανούλα.
«Κίτσο μου, πού είναι τ’ άρματα, πού τα ‘χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαίς τα νιάτα μου, δεν κλαίς τη λεβεντιά μου,
μον’ κλαίς τα ‘ρημα τ’ άρματα, τα ‘ρημα τα τσαπράζια;»
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πο’ ‘χουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι».
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν’ να τον κρεμάσουν.
Χίλοι τον παν’ από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω,
κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μανούλα.
«Κίτσο μου, πού είναι τ’ άρματα, πού τα ‘χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαίς τα νιάτα μου, δεν κλαίς τη λεβεντιά μου,
μον’ κλαίς τα ‘ρημα τ’ άρματα, τα ‘ρημα τα τσαπράζια;»
Τραγούδια για το 1821 (άκουσέ τα εδώ)
Μουσική: Olympians, Στίχοι: Παραδοσιακό δημοτικόΉταν μαζεμένοι όλοι μια βραδιά
και στο τζάκι έκαιγε η φωτιά
μες τα μάτια τους φαινόταν καθαρά
πως γι αυτούς τα χρόνια ήταν σκληρά.
Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά
πολεμούσαν για τη λευτεριά.
Όλοι τους καπεταναίοι κι αρχηγοί
ήταν κλέφτες και αρματολοί
ποτέ τους δεν σκεφτόταν φόβος τι θα πει
και το βόλι ας έπεφτε βροχή.
Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά
πολεμούσαν για τη λευτεριά
και τώρα μιλούσαν πάλι για τα παλιά
καθισμένοι γύρω απ’ τη φωτιά.
Πάνω που μιλούσαν για παλικαριές
κι είχαν δυναμώσει οι φωνές
θυμήθηκαν τα αδέρφια τους που χάθηκαν
πολεμώντας και πικράθηκαν.
Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά
πολεμούσαν για τη λευτεριά
Γι αυτό πολεμήσανε και φτιάξαν παιδιά
για να ζήσουν μες τη λευτεριά.
Και βγήκαν λεβέντες με γενναία καρδιά
σαν τους πατεράδες τους κι αυτά
και πάνω σ΄ αυτή τη σκέψη ήσυχοι πια
κοιμηθήκαν για παντοτινά.
*
ΤσάμικοςΜουσική: Μάνος Χατζιδάκις, Ποίηση: Νίκος Γκάτσος, Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς(από το Cd «Αθανασία», 1976)Στα κακοτράχαλα τα βουνά
με το σουράβλι και το ζουρνά
πάνω στην πέτρα την αγιασμένη
χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι.
Ο Νικηφόρος κι ο Διγενής
κι ο γιος της Άννας της Κομνηνής.
Δική τους είναι μια φλούδα γης
μα εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς
για να γλυτώσουν αυτή τη φλούδα
απ’ το τσακάλι και την αρκούδα.
Δες πώς χορεύει ο Νικηταράς
κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς.
Από την Ήπειρο στο Μοριά
κι απ’ το σκοτάδι στη λευτεριά
το πανηγύρι κρατάει χρόνια
στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια.
Κριτής κι αφέντης είν’ ο Θεός
και δραγουμάνος του ο λαός.
*
Ο Ήλιος εβασίλεψεΜουσική: Χρήστος Λεοντής, Στίχοι: Γιάννης ΜακρυγιάννηςΕρμηνεία: Νίκος Ξυλούρης (από το Cd «Παραστάσεις», 1976)Άλλη ερμηνεία: Χρήστος Σίκκης, Χορωδία (από το Cd «Καντάτα ελευθερίας», 1999)Ο ήλιος εβασίλεψε Έλληνά μου,
βασίλεψε και το φεγγάρι εχάθη,
κι ο καθαρός Αυγερινός
που πάει κοντά την Πούλια,
τα τέσσερα κουβέντιαζαν
και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο ήλιος και τους λέει,
γυρίζει και τους κραίνει:
«Εψές όπου βασίλεψα
πίσου από μια ραχούλα,
ακ’σα γυναίκεια κλάματα
κι αντρών τα μοιριολόγια,
γι’ αυτά τα ‘ρωικά κορμιά
στον κάμπο ξαπλωμένα
και μες στο αίμα το πολύ
είν’ όλα βουτημένα.
Για την Πατρίδα πήγανε
στον Άδη τα καημένα».
*
Όλα τα έθνη πολεμούνΜουσική: Χρήστος Λεοντής, Ποίηση: Ρήγας Φεραίος, Ερμηνεία: Χρήστος Σίκκης(από το Cd «Καντάτα ελευθερίας», 1999)Όλα τα έθνη πολεμούν
και στους τυράννους τους ορμούν,
εκδίκηση γυρεύουν
και τους εξολοθρεύουν.
Και τρέχουν για την δόξα
με χαρά στη φωτιά!
Έτσι κι εμείς, ω αδελφοί,
να σηκωθούμε με ορμή,
εκδίκηση ζητούντες,
τυράννους απολούντες,
για την Ελευθερία,
με χαρά, βρε παιδιά!
Ως πότ’ εμείς υπομονή,
και να μη βγάζουμε φωνή;
σα να ‘μαστε δεμένοι,
ζούμε τυραννισμένοι,
και καταφρονημένοι,
στη φωτιά, βρε παιδιά!
Όλα τα έθνη το θωρούν
και πάλι ευθύς το απορούν,
πώς τέτοια παλληκάρια,
που ‘να σαν τα λιοντάρια
να ζουν στην τυραννία
στη φωτιά, βρε παιδιά!
Λοιπόν, τινάξετε για μια,
την τυραννία και σκλαβιά!
Παράδειγμά μας είναι
των προπατόρων μνήμαι
καθώς εκείνοι ζούσαν
στη φωτιά, βρε παιδιά.
Τα παλικάρια τα καλά
ποτέ δε στέκουν σφαλιστά
αλλά με την ανδρεία
τινάζουν τυραννία
και ζουν μ’ ελευθερία
στο ντουνιά βρε παιδιά.
Αυτούς που βλέπετε αντικρύ
Είναι κονιάρηδες χοντροί
κι εσείς βρε παλικάρια
είστε σαν τα λιοντάρια
χτυπάτε τους τυράννους.
Με χαρά στη φωτιά!
*
Γκιουλ μπαξέ (ένα παλικάρι 20 χρονών)Μουσική-Στίχοι: παραδοσιακόΈνα παλληκάρι είκοσι χρονώ
τ’ άρματα του δώσαν’ για τον πόλεμο.
Πόλεμο δεν βρήκε πίσω γύρισε
στα μισά του δρόμου νεροδίψασε.
Έσκυψε να πιει νερό στο Γκιουλ Μπαξέ
κι εκεί μία σφαίρα τόνε λάβωσε.
Σύρε πες στην μάνα μ’ την μπαμπόγρια
και στην αδερφή μου την καλόγρια
Θέλει ας βάλει μαύρα θέλει ας παντρευτεί
μένα με σκοτώσανε στο Γιουλ Μπαξέ.
*
Μητέρα μεγαλόψυχηΜουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Ποίηση: Διονύσιος Σολωμός, Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης(από το Cd «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», 1977)Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα
κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρη έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα να σε ιδούν μες το πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια.
Κοίτα, με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα των Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πώχει,
που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ‘ναι κρυμμένα.
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου
κι ευθύς εγώ του Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
*
Άκρα του τάφου σιωπήΜουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Ποίηση: Διονύσιος ΣολωμόςΕρμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, Ηλίας Κλωναρίδης(από το Cd «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», 1977)Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ‘γώ στο χέρι;
Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
*
Πειρασμός (Ξανθός Απρίλης)Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Ποίηση: Διονύσιος ΣολωμόςΕρμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, Απαγγελία: Ειρήνη Παπά(από το Cd «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», 1977)
Αφηγηματικό μέρος
Η ωραιότης της φύσης που τους περιτριγυρίζει,αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν την χαριτωμένη γη,και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.Με χίλιες βρύσες χύνεται,με χίλιες γλώσσες κρένει.Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
ΤραγούδιΈστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη
Κ’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα
Και μες τη σκιά,που φούντωνε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κηλαϊδησμός και λιποθυμισμένος
Νερά καθάρια και γλυκά,νερά χαριτωμένα
Χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη
Και παίρνουνε το μόσχο της κι αφήνουν τη δροσιά τους
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους
Τρέχουν εδώ,τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια
Εξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη.σ’ουρανό ,σε κύμα
Αλλά στης λίμνης το νερό,π’ανίκητο ‘ναι κι άσπρο
Ακίνητ’ όπου κι αν ιδής,και κάτασπρ’ ως τον πάτο
Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’η πεταλούδα
Πούχ’ ευωδίσει τσ’ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο
Αλαφροΐσκιωτε καλέ,για πες απόψε τι ‘δες
Νύχτα γιομάτη θαύματα,νύχτα σπαρμένη μάγια
Χωρίς ποσώς γης,ουρανός και θάλασσα να πνένε
Ουδ’όσο καν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι
Γύρου σε κάτι ατάραχο,π’ασπρίζει μες τη λίμνη
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του
*
Το χάραμα επήραΜουσική: Χρήστος Λεοντής, Στίχοι: Διονύσιος ΣολωμόςΕρμηνεία: Νένα Βενετσάνου, Χορωδία φίλων μοντέρνας μουσικής, Απαγγελία: Ουρανία Μπασλή(από το Cd «Καντάτα ελευθερίας», 1999)Το χάραμα επήρα
του ήλιου το δρόμο
κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο
κι απ όπου χαράζει
ως όπου βυθά
«Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι»
Παράμερα στέκει
ο άντρας και κλαίει
αργά το τουφέκι
σηκώνει και λέει:
«Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει πως μου ‘σαι βαρύ»
Της μάνας ώ λαύρα,
τα τέκνα τριγύρου
φθαρμένα και μαύρα
σαν ίσκιους ονείρου
λαλεί το πουλάκι
στου πόνου τη γη
και βρίσκει σπυράκι
και μάνα φθονεί.
*
Το χάραμα (επήρα)
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Στίχοι: Διονύσιος Σολωμός
Ερμηνεία: Ειρήνη Παππά, Χορωδία Πρέβεζας
(από το Cd «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», 1977)Το χάραμα επήρα του ήλιου το δρόμο,
κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο
κι απ’ όπου χαράζει έως όπου βυθά,
τα μάτια μου δεν είδαν
τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.
Παράμερα στέκει ο άντρας και κλαίει
αργά το τουφέκι σηκώνει και λέει:
“Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει πως μου είσαι βαρύ”.
Της μάνας ω λαύρα! Τα τέκνα τριγύρου
φθαρμένα και μαύρα, σαν ίσκιους ονείρου.
Λαλεί το πουλάκι στου πόνου τη γη
και βρίσκει σπειράκι και μάνα φθονεί.
Γρικούν να ταράζει του εχθρού τον αέρα
μιαν άλλη, που μοιάζει τ’ αντίλαλου πέρα
και ξάφνου πετιέται με τρόμου λαλιά
πολύ ώρα γρικιέται κι ο κόσμος βροντά.
Αμέριμνον όντας τ’ αράπη το στόμα
σφυρίζει, περνώντας στου Μάρκου το χώμα.
Διαβαίνει κι’ αγάλι ξαπλώνετ’ εκεί,
που εβγήκ’ η μεγάλη του Μπάιρον ψυχή.
Προβαίνει και κράζει
τα έθνη σκιασμένα.
Και ω πείνα και φρίκη!
Δεν σκούζει σκυλί!
Και η μέρα προβαίνει,
τα νέφια συντρίβει.
Να, η νύχτα που βγαίνει
κι αστέρι δεν κρύβει.
*
Μουσική: Χρήστος Λεοντής, Στίχοι: Ρήγας ΦερραίοςΕρμηνεία: Νίκος Ξυλούρης(από το Cd «Παραστάσεις», 1976)Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
*
Να ‘τανε το 21’Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής, Στίχοι: Σώτια Τσώτου, Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας(από το Cd «Να ‘τανε το 21»)Μου ξανάρχονται ένα-ένα χρόνια δοξασμένα
να ‘τανε το 21 να ‘ρθει μια στιγμή
Να περνάω καβαλάρης στο πλατύ τ’ αλώνι
και με τον Κολοκοτρώνη να ‘πινα κρασί
Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα
και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά
και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα
μια ομορφούλα αγκαλιά.
Μου ξανάρχονται ένα-ένα χρόνια δοξασμένα
να ‘τανε το 21 να ‘ρθει μια βραδιά.
Πρώτος το χορό να σέρνω στου Μοριά τις στράτες
και ξοπίσω μου Μανιάτες και οι Ψαριανοί
Κι όταν λαβωμένος γέρνω κάτω απ’ τους μπαξέδες
να με ραίνουν μενεξέδες χέρια κι ουρανοί
Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα
και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά
και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα
μια ομορφούλα αγκαλιά.
Μου ξανάρχονται ένα-ένα χρόνια δοξασμένα
να ‘τανε το 21 να ‘ρθει μια βραδιά.
*
Είσαι το φλάμπουροΕρμηνεία: Σπύρος Λάμπρου(από το Cd «Τα κλέφτικα»)
Είσαι το φλάμπουρο πού ‘χει μεράκι του
την έγνοια της Ελευθεριάς.
Σ’ έχει ο Κολοκοτρώνης μπαϊράκι του
κι ο καπετάνιος Ζαχαριάς.
Άσπρη-γαλάζια, σωστή ξαστεριά,
σαν τ’ ουρανού το χρώμα,
ξέρεις -στ’ αλήθεια- να κάνεις θεριά
και τους δειλούς ακόμα.
Τι πατριώτες και τι πατριώτισσες
θύματα πέσανε σωρό.
Για μια σημαία σύραν οι Σουλιώτισσες
τον τελευταίο τους χορό.
Δέσπω Σουλιώτισσα που αντιστάθηκες
στις μαύρες σκέψεις του Αλή,
για μια σημαία, τότε, ανατινάχθηκες
κι ούτε το σκέφτηκες πολύ.
*
Μουσική: Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος , Στίχοι: Ράνια Ζούκα
Ερμηνεία: Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, Σταμάτης Μεσημέρης, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χρήστος Θηβαίος, Βασίλης Καζούλης, Μίλτος Πασχαλίδης, Φίλιππος Πλιάτσικας, Διονύσης Τσακνής, παιδιά Παιδικού χωριού SOS Βάρης
Πέρα απ’ τις φλόγες της Τροίας
ο θρήνος της Εκάβης βαραίνει τη νύχτα
σπαράζουν οι γυναίκες
στα κορμιά των νεκρών.
Το φεγγάρι αφουγκράζεται
ο πόλεμος δεν έμεινε στης Τροίας τα κάστρα
μια τεράστια κλεψύδρα,
μας φυλακίζει.
Μετράμε τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια
με μια λαχτάρα να σταματήσουμε
το χρόνο που αδυσώπητος κυλάει ακόμα
και προσπαθούμε να τον φυλακίσουμε.
Σκαλί σκαλί ανεβαίνουμε
τη γκρίζα φυλακή του τρόμου
η Τροία ήταν μόνο ένα πρόσχημα
ήταν μονάχα η αρχή.
Αυτός ο πόλεμος δεν έχει τέρμα
είναι αμέτρητες οι Τροίες του κόσμου μας
και πάντα οι άνθρωποι σαν κτήνη
θα διψάνε για αίμα.
Μετράμε τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια
με μια λαχτάρα να σταματήσουμε
το χρόνο που αδυσώπητος κυλάει ακόμα
και προσπαθούμε να τον φυλακίσουμε.
*
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Στίχοι: Διονύσιος Σολωμός, Ερμηνεία: Λάκης Χαλκιάς
(από το Cd «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι»)
Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας.
Κι έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας.
Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
έστρωσ’ ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,
όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση
η Ανατολή τ’ αρχίναγε κι ετέλειωνέ το η Δύση.
Έστρωσ’, εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους
κι εδέχθηκε στα βάθη της τον ουρανό κι εκείνους.
Κι όπου η βουλή τους συφορά κι όπου το πόδι χάρος.
Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.
*
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος, Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης
(από το Cd «Το μεγάλο μας τσίρκο», 1974)
Φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
ποιοι περπατούν στα σκοτεινά και σεργιανούνε στα στενά
φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά.
Γράφουν σημάδια, μηνύματα στο βασιλιά
σα δε φωνάξεις έβγα να το γράψεις
να μην σ’ ακούσουν τα σκυλιά βγάλε φωνή χωρίς μιλιά
σημάδια και μηνύματα στο βασιλιά.
Ήταν στρατιώτες, καπεταναίοι και λαϊκοί,
όρκο σταυρώσαν πάνω στο σπαθί τους
η λευτεριά να μην χαθεί, όρκο σταυρώσαν στο σπαθί
καπεταναίοι, στρατιώτες, λαϊκοί.
Κι όπου φοβάται φωνή ν’ ακούει απ’ το λαό
σ’ έρημο τόπο ζει και βασιλεύει,
κάστρο φυλάει ερημικό, έχει το φόβο φυλαχτό
όπου φωνή φοβάται ν’ ακούει απ’ το λαό.
Γη παιδεμένη με σίδερο και με φωτιά,
για κοίτα ποιον σου φέρανε καημένη
να σ’ αφεντεύει από ψηλά, τα κρίματά σου είναι πολλά,
γη που το σίδερο παιδέψαν κι η φωτιά.
Καίει το φυτίλι, ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά,
κάνουν βουλή συντακτική και γράφουν
το θέλημά τους στα χαρτιά κι η κοσμοθάλασσα πλατιά,
κάνουν βουλή, ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά.
Τρεις του Σεπτέμβρη μανάδες, γέροι και παιδιά
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
τι φέρνουνε στον βασιλιά, βαθιά γραμμένο στα χαρτιά
τρεις του Σεπτέμβρη μανάδες, γέροι και παιδιά
Τρεις του Σεπτέμβρη μανάδες, γέροι και παιδιά
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
ποιοι περπατούν στα σκοτεινά και σεργιανούνε στα στενά,
τρεις του Σεπτέμβρη μάνες, γέροι και παιδιά.
*
Μουσική-Στίχοι: Παραδοσιακό
Έχε γεια καημένε κόσμε
έχε γεια γλυκιά ζωή.
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες.
Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτε ανθός στην αμμουδιά.
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες.
Κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά.
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
*
Μάνα μου, τα- μάνα μου, τα κλεφτόπουλα
Τρώνε και τραγουδάνε, άιντε, πίνουν και γλεντάνε
Μα ένα μικρό, μα ένα μικρό κλεφτόπουλο
Δεν τρώει, δεν τραγουδάει βάι δεν πίνει, δεν γλεντάει
Μόν’ τ’ άρματα, μον’ τ’ άρματα του κοίταζε
Του ντουφεκιού του λέει «γεια σου, Κίτσο μου λεβέντη.
Πόσες φορές, πολλές φορές με γλίτωσες
απ’ των εχθρών τα χέρια κι απ’ των Τούρκων τα μαχαίρια.
Και τώρα με, και τώρα παράτησες
σαν καλαμιά στον κάμπο, βάι δε ξέρω τι να κάνω.
*
Μαύρη μωρέ μαύρη ειν’ η ζωή που κάνουμε
εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες.
Όλη μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο
όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι.
Με φό- μωρέ με φόβο τρώμε το ψωμί
με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατάμε.
Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε.
*
Σαράντα παλικάριαΜουσική-Στίχοι: Παραδοσιακό
Ερμηνείες: Ειρήνη Παππά, Στέλιος Καζαντζίδης, Βασίλης Λέκκας, Λάκης Χαλκιάς-Βασιλική Λαβίνα
Σαράντα παλικάρια
από τη Λε- μωρ’ απ’ τη Λεβαδιά
πάνε για να πατήσουνε
την Τροπο-, μωρ’ την Τροπολιτσά.
Στο δρόμο που πηγαίνανε γέροντα,
μωρ’ γέροντ’ απαντούν.
-Ώρα καλή σου γέρο
-Καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά.
-Πού πάτε παλικάρια
πού πάτε βρε, πού πάτε βρε παιδιά.
-Πάμε για να πατήσουμε
την Τροπο-, μωρ’ την Τροπολιτσά.
Ακούστε το:
*
Παιδιά της Σαμαρίνας
Μουσική-Στίχοι: Παραδοσιακό
Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα
παιδιά της Σαμαρίνας
μωρέ παιδιά καημένα
παιδιά της Σαμαρίνας
κι ας είστε λερωμένα.
Αν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά
κατά τη Σαμαρίνα
μωρέ παιδιά καημένα
κατά τη Σαμαρίνα
κι ας είστε λερωμένα.
Τουφέκια μωρέ να μη ρίξετε
τραγούδια να μη πείτε
μωρέ παιδιά καημένα
τραγούδια να μη πείτε
κι ας είστε λερωμένα.
Κι αν σας ρωτήσει μωρ’ η μάνα μου
κι η δόλια η αδερφή μου
μωρέ παιδιά καημένα
κι η δόλια η αδερφή μου
κι ας είστε λερωμένα.
Μη πείτε πως μωρέ εχάθηκα
πως είμαι σκοτωμένος
μωρέ παιδιά καημένα
πως είμαι σκοτωμένος
κι ας είστε λερωμένα.
Πείτε τους μωρέ πως παντρεύτηκα
τη μαύρη γη πως πήρα
μωρέ παιδιά καημένα
τη μαύρη γη πως πήρα
κι ας είστε λερωμένα.
*
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Στίχοι: Διονύσιος Σολωμός, Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, Αφήγηση: Ειρήνη Παππά
(από το Cd «Ελευθεροι Πολιορκημενοι», 1977)
Αφήγηση
Ένας των Ελλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο και η σβησμένη κλαγγή,όπου βγαίνει μέσ’από το αδυνατισμένο στήθος του,φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Αράπη να κάμη ότι περιγράφουν οι στίχοι 4 εώς 12.
«Σάλπιγγα, κοψ’ του τα μάγια με βία
Γυναικός, γέροντος, παιδιού μη κόψουν την αντρεία».
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολειέται
κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται
Τ’ αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο
Βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα
τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα.
Τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο
Τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
*
Όλη η δόξα, όλη η χάρη άγια μέρα ξημερώνει
και τη μνήμη σου το έθνος χαιρετά γονατιστό.
Και τα στήθη όλο φλόγα με τον ήλιο σου πληρώνεις,
που χρυσός με περηφάνια περπατεί στον ουρανό.
Στην Αγία Λαύρα πρώτα τις χρυσές ακτίνες χύνει
που λεβέντες πρωτανάψαν του πολέμου τη φωτιά.
Ομορφιά και δόξα χύνει όπου γης αιματωμένη
απ᾿ το τιμημένο αίμα των παιδιών της κλεφτουριάς.
Τ άγιο χώμα χαιρετάει και περήφανα διαβαίνει
απὸ τα Ψαρά στο Σούλι και στο Χάνι της Γραβιάς.
Απ’ τη Ρούμελη κι εκείθε απ’ την Κλείσοβα περνάει
και στο Μεσολόγγι μέσα χύνει το χρυσό του φως.
Την αιματωμένη γη του χαιρετάει κι ευλογάει,
όπου τόσοι σε μια νύχτα έπεσαν ηρωικώς.
*
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Στίχοι: Διονύσιος Σολωμός
Ερμηνεία: Λάκης Χαλκιάς
Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.
*
Βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα
λίγο να ξανασάνω
να χαιρετίσω τα βουνά
και τις κοντοραχούλες
ν’ αφήσω διάτα στα παιδιά
*
Ο γέρος του Μοριά
Μουσική: Θ. Σακελλαρίδης, Στίχοι: Μίμης Τραϊφόρος
Ερμηνεία: Σοφία Βέμπο
Άλλη ερμηνεία: Ελίζα Μαρέλλι
Ένα τραγούδι θα σας πω για τον λεβέντη,
τον ασπρομάλλη μου το γέρο τον Μοριά
και βάλτε αδέρφια μου για να στηθεί το γλέντι
Τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
Στήσε χορό ξενητεμένε Μοραΐτη,
απόψε ας παίξουνε λαγούτα και βιολιά
και πες πως γύρισες στο πατρικό σου σπίτι
και πως σε πήρανε οι γέροι σου αγκαλιά.
Γειά και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γειά σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει
κι η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά,
έβγα απ’ τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη
κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά.
Τα όμορφα χρόνια τα παλιά να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
των πρόγονών μας οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ’ αγέρι ετούτη τη στροφή.
Γειά και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γειά σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Γειά και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί,
που η μάνα αν δεν σας γέννα,
ούτ’ ʼγια Λαύρα θα ‘χαμε, ουτέ Εικοσιένα.
*
Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης, Στίχοι: Δημήτρης Ιατρόπουλος,
Ερμηνεία: Λάκης Παππάς
(από το Cd «Οι αγωνιστές της λευτεριάς»)
Σαν πέθανε ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης
ήρθεν ο Ρήγας ο Φεραίος ο Βελεστινλής,
ο Ανδρούτσος, ο Μιαούλης κι ο Γαζής
Ο Πλαπούτας, ο Κανάρης κι ο Αδαμάντιος ο Κοραής.
Σαν πέθανε ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης
ήρθεν ο Διάκος κι ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης
Ο Μακρυγιάννης κι ο Παπαφλέσσας
Ο Γκούρας κι ο Υψηλάντης
και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.
Και κινήσαν μοιρολόι αντρειωμένο
σιγανάψαν τα καντήλια στη γωνιά,
τα παράθυρα ασφαλίσαν κόντρα στον καραβοριά
κι αργοσύραν του θανάτου το χορό.
Σαν πέθανε ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης
ήρθαν όλοι οι Μποτσαραίοι κι ο Τζαβέλλας
τα βουνά και τα ποτάμια
όλα τα κορίτσια κι όλα τα πουλιά.
Σαν πέθανε ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης
*
Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης, Στίχοι: Δημήτρης Ιατρόπουλος,
Ερμηνεία: Μαρία Δουράκη
(από το Cd «Οι αγωνιστές της λευτεριάς»)
Χρυσαητέ καμαρωτέ στα αίματα λουσμένε
Αντρούτσε μου αδερφωτέ και αδερφοσκοτωμένε
παίξε του ονείρου το σπαθί μες της Γραβιάς το χάνι
κι η άγια μέρα που θα ‘ρθει όπου και να ‘ναι φτάνει.
Στήσε γιορτή, στήσε χορό, στου χάρου το λιβάδι
ψηλά το ποντομάχαιρο ν’ αστράψει το σκοτάδι.
Νυχτοπούλι της Αθήνας,
σταυραητέ της Σαμαρίνας
και της ερημιάς
της Αράχωβας αηδόνι
Αλεξανδρειανό παγώνι
μαύρο πετροχελιδόνι της Μονεμβασιάς.
Αντρούτσε ακρίτα μου ακριβέ, αητέ μαλαματένιε
*
Ο γέρο Δήμος (ηχογράφηση 1923)
Μουσική: Παύλος Καρρέρ, Ποίηση: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Ερμηνεία: Κώστας Πετρόπουλος
Εγέρασα μωρές παιδιά, πενήντα χρόνια κλέφτης,
τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ, εστέρεψε η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα σταλαματιά δε μένει.
Ποιος ξέρει από το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει.
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του από κάτω,
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε,
να πλένουν τις λαβωματιές το Δήμο να σχωρνάνε.
Ο γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.
*
Μουσική: Νάσος Παναγιώτου, Στίχοι: Νίκος Καζαντζάκης, Ερμηνεία: Αντώνης Καλογιάννης
Πηδά η φωτιά κι οι σούβλες έτοιμες
κι αυτός ολόρθος στέκει
πεθαίνει αρνούμενος το θάνατο
και λευτεριά φωνάζει
Ελευτεριά για σένα χάνομαι
μα θα ‘ρθουν πίσω μου άλλοι
στρατοί οι γιοι μου και τ’ αγγόνια μου
και θα σ’ ελευθερώσουν
Μην κλαις κυρά κι εγώ θα αναστηθώ
και θα σ’ αρπάξω πάλε
θα σπω τις αλυσίδες της σκλαβιάς
θα καταλυώ τα κάστρα
Στη γη είμαστε κι αλίμονο στης γης
αν ξοφληθεί η γενιά μας
στρατοί οι γιοι μου και τα εγγόνια μου
και θα σ’ ελευθερώσουν.
*
Ορχηστρικά θέματα/ αποσπάματα
Οι σφαίρες δε γυρίζουν πίσω (ορχηστρικό θέμα)-Ξεκίνημα για δράση
Άκουσέ το: http://www.youtube.com/watch?v=qo11VLK-nu4
*
Παπαφλέσσας-Ορχηστρικό θέμα
Άκουσέ το: http://www.youtube.com/watch?v=DwV01GDqKHM
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε πείτε μας τη γνώμη σας.